Πάλι αυτή η ερώτηση, παραλλαγή στο ίδιο θέμα εδώ και χρόνια “μα γιατί επιλέξατε τελικά την πληροφορική από την συντήρηση έργων τέχνης”. Για αυτή την ερώτηση έχω τη μάλλον αυτονόητη απάντηση, “γιατί η πληροφορική μου δίνει πολλαπλάσιο εισόδημα και επιλογές από ότι η συντήρηση έργων τέχνης”. Στο κάτω-κάτω είναι η αλήθεια. Αν είχα ακολουθήσει την συντήρηση σαν επάγγελμα ο μισθός μου θα ήταν το εν τρίτο (και πολύ λιγότερο ίσως) από τον μισθό που είχα (και θα έχω) σαν developer, αν απολυόμουν δεν θα έπαιρνα την αποζημίωση που πήρα, δεν θα είχα σήμερα 2-3 συνεντεύξεις κάθε βδομάδα και όσο για την πολυτέλεια του να μπορώ να επιλέξω ανάμεσα σε προσφορές δεν θα υπήρχε περίπτωση ούτε καν να το διανοηθώ. Όμως τελικά η δημιουργία μέσα από τους υπολογιστές και τον προγραμματισμό, τα προνομία ενός καλού μισθού και οι πολλαπλές επιλογές δεν είναι αυτά με ορίζουν. Το τι με ορίζει φάνηκε ξεκάθαρα όταν το 1989 διάβασα σε ένα τεύχος του National Geographic για την συντήρηση της Cappella Sistina. Μέσα από την ανάγνωση αυτού του άρθρου ήταν σαν να έγιναν ξαφνικά φανερές όλες οι επιλογές που θα έκανα στο μέλλον. Εκεί και τότε αποφάσισα ότι θα γινόμουν συντηρήτρια, πάει και τελείωσε. Και στην πραγματικότητα μέσα μου δεν έχω αλλάξει από τότε. Για εμένα καμία άλλη εμπειρία δεν μπορεί να συγκριθεί με το συναίσθημα του να βλέπεις για πρώτη φορά τις μορφές και τα ζωηρά χρώματα μιας τοιχογραφίας εκεί που δεν υπήρχε παρά καπνιά και στρωματά από επικαθίσεις η να αγγίζεις ένα ολοκληρωμένο αγγείο από εκεί που δεν υπήρχε παρά ένας σωρός από θραύσματα. Να βλέπεις ένα κομμάτι του παρελθόντος να ζωντανεύει μπροστά εκεί που πριν υπήρχε μόνο η λήθη, να δημιουργείς μια ρωγμή στο χρόνο για να φέρεις πίσω αυτό που δεν μπορεί να ξαναυπαρξει ποτέ. Υπάρχει μια τεραστία δύναμη σε αυτό το στιγμιαίο άγγιγμα της αιωνιότητας και όσοι το έχουν νιώσει δύσκολα ξεφεύγουν. Θυμάμαι τις διηγήσεις τον καθηγητών της συντήρησης που είχαν χρόνια μέσα στις ανασκαφές. Περιέγραφαν την απίστευτη εμμονή ανθρώπων που κυριολεκτικά ζούσαν και πέθαιναν για αυτή τη στιγμή. Ανθρώπων όπως ο Μαρινάτος, ο αρχαιολόγος της Θήρας, που θα πουλούσε και την ψυχή του στον διάβολο για να του υποδείξει μια καλή τοποθεσία και που σκοτώθηκε μέσα στην ανασκαφή του. Τους συντηρητές που μέσα στην ανυπομονησία και την βιασύνη τους να φωτογραφήσουν το ανέγγιχτο εσωτερικό μιας ασύλητης σφραγισμένης σαρκοφάγου την στιγμή ακριβώς που ανοίγει (πριν εισβάλει μέσα ο σύγχρονος αέρας), εισέπνευσαν με μιας 2500 χρόνια αργής αποσύνθεσης και βρέθηκαν αντιμέτωποι με το θάνατο. Θυμάμαι επίσης την βοηθό του φωτογράφου τον πρώτο χρόνο στην σχολή. Τον επόμενο χρόνο δεν την βρήκαμε να μας περιμένει στο εργαστήρι φωτογραφίας, Είχε σκοτωθεί το καλοκαίρι πέφτοντας από τις σκαλωσιές ενός ναού όπου φωτογράφιζε τις εργασίες στα ψηφιδωτά της οροφής και του τρούλου. Όλοι αυτοί ήταν λογικοί, υπεύθυνοι, σοβαροί άνθρωποι που θα σε συμβούλευαν πάντα να τηρείς τους κανόνες ασφαλείας και να προσέχεις γιατί μια λάθος κίνηση μπορεί να σου στοιχίσει την ζωή. Όταν όμως οι ίδιοι σου μίλαγαν “για τη δουλειά” τα μάτια τους έλαμπαν και έβλεπες πως για αυτό το στιγμιαίο άγγιγμα της αιωνιότητας θα ξεχνούσαν την ασφάλεια, την οικογένεια τους, την λογική, τη ζωή την ίδια. Ότι αν ξαναερχόταν η στιγμή εκείνη πάλι θα όρμαγαν να την αρπάξουν χωρίς γάντια, γυαλιά, μάσκες, προστατευτικά σκοινιά, χωρίς να σκεφτούν καμία συνέπεια, σαν ένα πεντάχρονο παιδί που διασχίζει απερίσκεπτα τον δρόμο για να πιάσει ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και όμως τους θυμάμαι ακόμη όπως θυμάμαι ακόμη ότι κάποτε και εγώ ήμουν σαν και αυτούς. Και μετά από τόσο καιρό συνεχίζω να τριγυρνάω στο Μπενάκη, το Αρχαιολογικό, το Βυζαντινό. Να παρατηρώ τα συμπληρώματα στα αγάλματα, τις “ραφές” στα συγκολλημένα αγγεία, να χαμογελάω όταν βλέπω τα “δείγματα”* στις επιζωγραφίσεις τον εικόνων, να θυμώνω με τα κακοφτιαγμένα “στεφανώματα”** των τοιχογραφιών, να ψάχνω όλες τις “κρυφές” λεπτομέρειες πάνω στις οποίες περνάνε επιπόλαια τα μάτια των άλλων επισκεπτών. Θα με βρει κανείς συχνά στο περίπτερο για το τελευταίο τεύχος της Αρχαιολογίας, να παρακολουθώ κρυμμένη κάπου στο βάθος στις περιστασιακές διαλέξεις που γίνονται στο Μπενάκη και στο Fitch Laboratory, δέσμια για πάντα αυτής της “άλλης” ζωής που δεν θα ζήσω.
*Τα “δείγματα” είναι μικροσκοπικά τετράγωνα κομμάτια στην επιφάνια εικόνων και τοιχογραφιών από όπου έχει αφαιρεθεί δοκιμαστικά ένα (η και παραπάνω) στρώμα από μεταγενέστερη επιζωγράφιση για να αποκαλυφθεί κάποιο παλαιότερο από κάτω. Θα τα δείτε μερικές φορές στης άκρες μεγάλων εικόνων κυρίως στο Βυζαντινό Μουσείο.
**Το “στεφάνωμα” είναι η επικάλυψη με κονίαμα γύρω-γύρω στης άκρες μισοκατεστραμμένων τοιχογραφιών για να εμποδιστεί ο περαιτέρω θρυμματισμός και η διάβρωση.
Υ.Γ. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για το “άγγιγμα της αιωνιότητας” ας διαβάσει το καταπληκτικό “Ανασκάπτοντας το παρελθόν” του Γιάννη Σακελλαράκη.
|
3:20:16 PM
Permalink
|
|